υπερμεταμόρφωση

υπερμεταμόρφωση
η, Ν ζωολ. τρόπος μετεμβρυϊκής εξέλιξης ορισμένων εντόμων τα οποία διέρχονται από περισσότερες προνυμφικές μορφές από ό,τι τα άλλα έντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypermetamorphosis < υπερ-* + μεταμόρφωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιγματίτης — Όρος της γεωλογίας, που υποδηλώνει μια μάζα κατά ένα μέρος στερεά και κατά ένα μέρος σε κατάσταση τήξης, η οποία προέρχεται από τις χαμηλές ζώνες του φλοιού της Γης, όταν οι φυσικοί παράγοντες της μεταμόρφωσης (θερμοκρασία και πίεση) φτάνουν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”